Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανακότα οι πανακότες
      γενική της πανακότας
    αιτιατική την πανακότα τις πανακότες
     κλητική πανακότα πανακότες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πανακότα με σιρόπι καραμέλας

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανακότα < ιταλική panna cotta

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανακότα θηλυκό άκλιτο

  • γλυκό γλυκό από την Ιταλία, βασισμένο σε κρέμα γάλακτος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία