πανάχραντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανάχραντος < ελληνιστική παν- + άχραντος
Επίθετο επεξεργασία
πανάχραντος, -η, -ο
- πανάγιος, αμόλυντος
- (χριστιανισμός) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου
- ονομασία ιεράς μονής Άνδρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανάχραντος
|