Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανάχραντος η πανάχραντη το πανάχραντο
      γενική του πανάχραντου της πανάχραντης του πανάχραντου
    αιτιατική τον πανάχραντο την πανάχραντη το πανάχραντο
     κλητική πανάχραντε πανάχραντη πανάχραντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανάχραντοι οι πανάχραντες τα πανάχραντα
      γενική των πανάχραντων των πανάχραντων των πανάχραντων
    αιτιατική τους πανάχραντους τις πανάχραντες τα πανάχραντα
     κλητική πανάχραντοι πανάχραντες πανάχραντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανάχραντος < ελληνιστική παν- + άχραντος

  Επίθετο επεξεργασία

πανάχραντος, -η, -ο

  1. πανάγιος, αμόλυντος
  2. (χριστιανισμός) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου
  3. ονομασία ιεράς μονής Άνδρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία