παλμοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παλμοσκόπιο | τα | παλμοσκόπια |
γενική | του | παλμοσκόπιου & παλμοσκοπίου |
των | παλμοσκόπιων & παλμοσκοπίων |
αιτιατική | το | παλμοσκόπιο | τα | παλμοσκόπια |
κλητική | παλμοσκόπιο | παλμοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλμοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική) ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της συχνότητας και του ρυθμού των καρδιακών παλμών
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλμοσκόπιο
|