• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παλιόγρια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιόγρια οι παλιόγριες
      γενική της παλιόγριας των παλιογριών
    αιτιατική την παλιόγρια τις παλιόγριες
     κλητική παλιόγρια παλιόγριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παλιόγρια < παλιο- + γριά

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

παλιόγρια θηλυκό

  • (υβριστικό) μειωτικός χαρακτηρισμός για ηλικιωμένη γυναίκα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    παλιόγρια
  • αγγλικά : hag (en), old fart (en), old shit (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παλιόγρια&oldid=5575098"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Ιουλίου 2022, στις 18:41

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Ιουλίου 2022, στις 18:41.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie