• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παλιομπεκρής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλιομπεκρής οι παλιομπεκρήδες
      γενική του παλιομπεκρή των παλιομπεκρήδων
    αιτιατική τον παλιομπεκρή τους παλιομπεκρήδες
     κλητική παλιομπεκρή παλιομπεκρήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παλιομπεκρής < παλιο- + μπεκρής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλιομπεκρής αρσενικό (θηλυκό: παλιομπεκρού)

  • (μειωτικό) χαρακτηρισμός που προσδίδει μεγαλύτερη αρνητική σημασία στην έννοια μπεκρής

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις παλιός και μπεκρής

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παλιομπεκρής
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παλιομπεκρής&oldid=7114058"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:54

Γλώσσες

    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:54.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας