παλιομπεκρής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλιομπεκρής αρσενικό (θηλυκό: παλιομπεκρού)
- (μειωτικό) χαρακτηρισμός που προσδίδει μεγαλύτερη αρνητική σημασία στην έννοια μπεκρής
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλιομπεκρής
|