Ετυμολογία

επεξεργασία
παλινωδώ < παλινωδία

παλινωδώ

  • αλλάζω συνεχώς άποψη για ένα θέμα και αποδέχομαι ξανά αυτά που πριν είχα απορρίψει για να τα απορρίψω ξανά σε λίγο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία