παλινωδώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλινωδώ < παλινωδία
Ρήμα
επεξεργασίαπαλινωδώ
- αλλάζω συνεχώς άποψη για ένα θέμα και αποδέχομαι ξανά αυτά που πριν είχα απορρίψει για να τα απορρίψω ξανά σε λίγο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλινωδώ