Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιάλογο τα παλιάλογα
      γενική του παλιαλόγου
παλιάλογου
των παλιαλόγων
    αιτιατική το παλιάλογο τα παλιάλογα
     κλητική παλιάλογο παλιάλογα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιάλογο < παλι(ο) + άλογο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιάλογο ουδέτερο

  • υβριστικός / υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άλογο
    ※  «Βάρτο»[1], του λέω, «αυτό το παλιάλογο, γιατί μας πήρε η νύχτα». Αυτός θύμωσε γιατί να του πω παλιάλογο το ψόφιο του κι άρχινάει να με βρίζει. (Κώστας Κρυστάλλης, Τα πεζογραφήματα, τόμος 2, 1965, σελ 58)

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. Βάρτο=Βάρα το

  Μεταφράσεις επεξεργασία