Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιοζωολογικός η παλαιοζωολογική το παλαιοζωολογικό
      γενική του παλαιοζωολογικού της παλαιοζωολογικής του παλαιοζωολογικού
    αιτιατική τον παλαιοζωολογικό την παλαιοζωολογική το παλαιοζωολογικό
     κλητική παλαιοζωολογικέ παλαιοζωολογική παλαιοζωολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιοζωολογικοί οι παλαιοζωολογικές τα παλαιοζωολογικά
      γενική των παλαιοζωολογικών των παλαιοζωολογικών των παλαιοζωολογικών
    αιτιατική τους παλαιοζωολογικούς τις παλαιοζωολογικές τα παλαιοζωολογικά
     κλητική παλαιοζωολογικοί παλαιοζωολογικές παλαιοζωολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιοζωολογικός < παλαιοζωολογία

  Επίθετο επεξεργασία

παλαιοζωολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία