Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παικτικός η παικτική το παικτικό
      γενική του παικτικού της παικτικής του παικτικού
    αιτιατική τον παικτικό την παικτική το παικτικό
     κλητική παικτικέ παικτική παικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παικτικοί οι παικτικές τα παικτικά
      γενική των παικτικών των παικτικών των παικτικών
    αιτιατική τους παικτικούς τις παικτικές τα παικτικά
     κλητική παικτικοί παικτικές παικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παικτικός < παίκτης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

παικτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία