Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παικτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παικτικ
ός
η
παικτικ
ή
το
παικτικ
ό
γενική
του
παικτικ
ού
της
παικτικ
ής
του
παικτικ
ού
αιτιατική
τον
παικτικ
ό
την
παικτικ
ή
το
παικτικ
ό
κλητική
παικτικ
έ
παικτικ
ή
παικτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παικτικ
οί
οι
παικτικ
ές
τα
παικτικ
ά
γενική
των
παικτικ
ών
των
παικτικ
ών
των
παικτικ
ών
αιτιατική
τους
παικτικ
ούς
τις
παικτικ
ές
τα
παικτικ
ά
κλητική
παικτικ
οί
παικτικ
ές
παικτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παικτικός
<
παίκτης
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
παικτικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με
παίκτη
ή
παίξιμο
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
παίκτης
και
παίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παικτικός