Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παιδόπουλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παιδόπουλ
ο
τα
παιδόπουλ
α
γενική
του
παιδόπουλ
ου
των
παιδόπουλ
ων
αιτιατική
το
παιδόπουλ
ο
τα
παιδόπουλ
α
κλητική
παιδόπουλ
ο
παιδόπουλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παιδόπουλο
<
μεσαιωνική ελληνική
παιδόπουλο
<
παιδί
+
υποκοριστικό
επίθημα
-όπουλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παιδόπουλο
ουδέτερο
(
οικείο
) (
λαϊκότροπο
)
παιδί
,
παιδάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παιδόπουλο
→
δείτε
τις λέξεις
παιδί
και
παιδάκι