Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδομετρικός η παιδομετρική το παιδομετρικό
      γενική του παιδομετρικού της παιδομετρικής του παιδομετρικού
    αιτιατική τον παιδομετρικό την παιδομετρική το παιδομετρικό
     κλητική παιδομετρικέ παιδομετρική παιδομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδομετρικοί οι παιδομετρικές τα παιδομετρικά
      γενική των παιδομετρικών των παιδομετρικών των παιδομετρικών
    αιτιατική τους παιδομετρικούς τις παιδομετρικές τα παιδομετρικά
     κλητική παιδομετρικοί παιδομετρικές παιδομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδομετρικός < παιδομετρία

  Επίθετο επεξεργασία

παιδομετρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία