Δείτε επίσης: παιδοκομῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδοκομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παιδοκομῶ[1] συνηρημένος τύπος του παιδοκομέω. Συγχρονικά αναλύεται σε παιδο- + -κομώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ðo.koˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δο‐κο‐μώ

  Ρήμα επεξεργασία

παιδοκομώ, αόρ.: παιδοκόμησα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία