Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδευθείς < μετοχή παθητικού αορίστου α΄ του παιδεύομαι

  Μετοχή επεξεργασία

παιδευθείς, -εῖσα, -έν

  1. που έχει εκπαιδευτεί, μορφωθεί, μαθητεύσει, διδαχτεί
  2. που έχει ανατραφεί
  3. τιμωρηθεί, βασανιστεί (από τους χριστιανικούς χρόνους και μετά)

Κλίση επεξεργασία

κατά το ποιηθείς

→ δείτε τη λέξη  ποιηθείς