παιδευθείς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδευθείς < μετοχή παθητικού αορίστου α΄ του παιδεύομαι
Μετοχή επεξεργασία
παιδευθείς, -εῖσα, -έν
- που έχει εκπαιδευτεί, μορφωθεί, μαθητεύσει, διδαχτεί
- που έχει ανατραφεί
- τιμωρηθεί, βασανιστεί (από τους χριστιανικούς χρόνους και μετά)
Κλίση επεξεργασία
κατά το ποιηθείς
- → δείτε τη λέξη ποιηθείς