παθιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παθιάρικος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈθça.ɾi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐θιά‐ρι‐κος
Επίθετο
επεξεργασία
παθιάρικος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πάθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παθιάρικος
→ δείτε τη λέξη παθιάρης |
Πηγές
επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)