παγοκολόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαγοκολόνα θηλυκό
- κομμάτι πάγου σε τυποποιημένο σχήμα και μέγεθος
- (μεταφορικά) άνθρωπος (ιδίως γυναίκα) που δεν εξωτερικεύει κανένα συναίσθημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία παγοκολόνα
|