Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκολίνος < (μαλαισιανή γλώσσα) «πενγκουλίν», που σημαίνει «κάτι που κυλάει»
 
Παγκολίνος από το Βόρνεο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγκολίνος αρσενικό

  • (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό στη τάξη των φολιδωτών που έχει μεγάλες προστατευτικές κεράτινες φολίδες που καλύπτουν το δέρμα του

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία