Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκάλως < πάγκαλ(ος) + -ως

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paŋˈga.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐γκά‐λως

  Επίρρημα επεξεργασία

παγκάλως (τροπικό επίρρημα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία