Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πίπα κώλο < πίπα (πεολειξία) + κώλος

  Έκφραση επεξεργασία

πίπα κώλο ή πίπα-κώλο ή πίπα, κώλο'

  1. (χυδαίο, προφορικό) από το κακό στο χειρότερο
    ※ η χρονιά μας πήγε πίπα, κώλο = η χρονιά από οικονομικής πλευράς πήγε απ' το κακό στο χειρότερο. Δηλαδή από κει που κάναμε πίπες, τώρα στήνουμε κώλο , (Εμμανουήλ Παπαζαχαρίου, Λεξικό της ελληνικής αργκό: Λεξικό της πιάτσας εκδ. Κάκτος, 1999, σελ. 723 [1])
    ※ Κατά τα άλλα, τον πήγαινε -όπως έλεγε ο ίδιος- "πίπα-κώλο" από την ημέρα που γεννήθηκε. Ή, για να το εκφράσουμε πιο ευπρεπώς, όποτε αξιωνόταν να πει "δόξα τω Θεώ", αμέσως έπρεπε να ξαναφωνάξει "βοήθα, Παναγία μου"... » (Χ. Α. Χωμενίδης, Το σπίτι και το κελλί, Εκδ. Πατάκης, 2016 @google)
    ※ Eαν δεν τους πάμε τώρα «πίπα κώλο», πότε θα τους πάμε; (ixnos.blogspot.com 22 Ιανουαρίου 2015)
  2. ερωτική πράξη γλειψίματος του πέους και της κωλοτρυπίδας εναλλάξ

  Μεταφράσεις επεξεργασία