• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πάψη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάψη οι πάψεις
      γενική της πάψης* των πάψεων
    αιτιατική την πάψη τις πάψεις
     κλητική πάψη πάψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πάψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πάψη < παύση < αρχαία ελληνική παῦσις < παύω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpa.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐ψη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάψη θηλυκό

  • άλλη μορφή του παύση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη παύω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πάψη
  • → δείτε τη λέξη παύση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πάψη&oldid=7109707"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:22

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:22.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας