πάτα κιούτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πάτα κιούτα < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασία
πάτα κιούτα
- (λαϊκότροπο) αμέσως, πολύ γρήγορα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τους όρους αμέσως και στο άψε σβήσε
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πάτα κιούτα
|
Πηγές
επεξεργασία
- (Χρειάζεται πηγή ή παράθεμα)