Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πάστρεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πάστρεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
παστρεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
παστρεύω