πάσπαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάσπαρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάσπαρος αρσενικό
- (κρητικά) μαλακή ελαφριά πέτρα λευκού ή υπόλευκου χρώματος, η οποία θρυμματίζεται εύκολα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάσπαρος
|