• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πάρεση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάρεση οι παρέσεις
      γενική της πάρεσης
& παρέσεως
των παρέσεων
    αιτιατική την πάρεση τις παρέσεις
     κλητική πάρεση παρέσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πάρεση < ελληνιστική κοινή πάρεσις < αρχαία ελληνική παρίημι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πάρεση θηλυκό

  1. (λόγιο) χαλάρωμα
  2. (ιατρική) μικρή παράλυση ενός μυός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πάρεση
  • αγγλικά : paresis (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πάρεση&oldid=4864665"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 11:28

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 11:28.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie