πάρελξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάρελξη | οι | παρέλξεις |
γενική | της | πάρελξης* | των | παρέλξεων |
αιτιατική | την | πάρελξη | τις | παρέλξεις |
κλητική | πάρελξη | παρέλξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρέλξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία el επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάρελξη (el) θηλυκό
- Στην αστρονομία πάρελξη και ειδικότερα πάρελξη των σωμάτων του Ηλιακού μας συστήματος ονομάζεται η μεταβολή της τροχιάς των ουρανίων σωμάτων που οφείλεται στις ελκτικές τους αλληλεπιδράσεις.[1]
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πάρελξη στη Βικιπαίδεια