Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πάνιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πανιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πανιάζω