Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάμπολλοι < παμ- (παν-) + πολλοί (πληθυντικός του πολύς)

  Επίθετο επεξεργασία

πάμπολλοι, -ες, -α (μόνο στον πληθυντικό)

  • πάρα πολλοί
πάμπολλοι είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι έφτασε η ώρα για ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το περιβάλλον

  Μεταφράσεις επεξεργασία