οὐ γάρ ποιήσεις λεῖον τόν τραχύν ἐχῖνον

Ετυμολογία

επεξεργασία
οὐ γὰρ ποιήσεις λεῖον τὸν τραχὺν ἐχῖνον <  δείτε τις λέξεις οὐ, γάρ, ποιήσεις, ποιέω, λεῖος, λεῖον, τόν, τραχύς, τραχύν, ἐχῖνον και ἐχῖνος, (κυριολεκτικά: δεν θα κάνεις λοιπόν λείο τον αγκαθωτό σκαντζόχοιρο). Προέρχεται από στίχο του Αριστοφάνη:
  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1114 (1113-1114)
[ΤΡΥ.] ἄλλως, ὦ τᾶν, ἱκετεύεις· | οὐ γὰρ ποιήσεις λεῖον τὸν τρηχὺν ἐχῖνον.
[ΤΡΥ.] Του κάκου, καλέ μου, ικετεύεις· | λείο τ᾽ αχινιού το καβούκι ποτέ δεν μπορείς να το κάμεις.
Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr

Παροιμία

επεξεργασία

οὐ γὰρ ποιήσεις λεῖον τὸν τραχὺν ἐχῖνον

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • Χρηστίδης Α. Δημήτριος, Παροιμίες και παροιμιακές φράσεις της ελληνικής αρχαιότητας, Εισαγωγή-κείμενο-μετάφραση-σχόλια, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2023 (1η έκδοση). ISBN 9789602312117.