ούφο με σκούφο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ούφο με σκούφο (νεολογισμός) δείτε τη Συζήτηση:ούφο με σκούφο & → δείτε τις λέξεις ούφο, με και σκούφος
Έκφραση επεξεργασία
ούφο με σκούφο
- (μειωτικό, προφορικό, για πρόσωπο) πολύ άσχετος, εξαιρετικά ανόητος ή ασυνάρτητος
- ※ Σαν ούφο με σκούφο νιώθω μακρυά σου (Ματούλα Ζαμάνη, τραγούδι Ούφο με σκούφο στο άλμπουμ Varligali, 2012)
- ※ Επειδή είναι μειλίχιος, δε σημαίνει ότι είναι ούφο. Το ούφο με σκούφο είσαι εσύ και το λειψό μυαλό σου. (Astrology, Gossip-tv, 03-03-2021 [1])
- ≈ συνώνυμα: βλάκας με περικεφαλαία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ούφο με σκούφο
|