ουψαλίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ουψαλίτης < σουηδική upsalite < Up(p)sala
- Η λέξη πλάστηκε τον Ιούλιο του 2013
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ουψαλίτης αρσενικό
- (χημεία) (νεολογισμός) μορφή ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3), εξαιρετικά πορώδης και απορροφητική
- Αντίθετα, η νέα μορφή του, η οποία ονομάστηκε «ουψαλίτης» προς τιμήν του πανεπιστημίου δεν είναι κρυσταλλική αλλά άμορφη. (...) Οι πολυάριθμοι πόροι του ουψαλίτη, οι οποίοι έχουν διάμετρο γύρω στα 10 νανόμετρα, είναι άκρως αποτελεσματικοί στο να απορροφούν μόρια νερού, ακόμα και από τον αέρα γύρω τους, και να τα διατηρούν παγιδευμένα ακόμα και σε συνθήκες χαμηλής υγρασίας. (*)