ουρογυναικολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουρογυναικολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urogynecology < αρχαία ελληνική οὖρον + γυνή + λέγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουρογυναικολογία θηλυκό
- (ιατρική) εξειδίκευση της γυναικολογίας που αφορά στη διάγνωση και θεραπεία των διαταραχών του ουροποιητικού συστήματος και του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- urogynecology στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουρογυναικολογία