Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουρογυναικολογία οι ουρογυναικολογίες
      γενική της ουρογυναικολογίας των ουρογυναικολογιών
    αιτιατική την ουρογυναικολογία τις ουρογυναικολογίες
     κλητική ουρογυναικολογία ουρογυναικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρογυναικολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urogynecology < αρχαία ελληνική οὖρον + γυνή + λέγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουρογυναικολογία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία