ουρανομήκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ουρανομήκης | το | ουρανόμηκες | ||
γενική | του/της | ουρανομήκους* | του | ουρανομήκους | ||
αιτιατική | τον/την | ουρανομήκη | το | ουρανόμηκες | ||
κλητική | ουρανομήκη | ουρανόμηκες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ουρανομήκεις | τα | ουρανομήκη | ||
γενική | των | ουρανομήκων | των | ουρανομήκων | ||
αιτιατική | τους/τις | ουρανομήκεις | τα | ουρανομήκη | ||
κλητική | ουρανομήκεις | ουρανομήκη | ||||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουρανομήκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐρανομήκης. Συγχρονικά αναλύεται σε ουρανο- + -μήκης.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /u.ɾa.noˈmi.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρα‐νο‐μή‐κης
- ομόηχο: ουρανομήκεις
Επίθετο επεξεργασία
ουρανομήκης, -ης, ουρανόμηκες
- (λόγιο) που φτάνει ως τον ουρανό
- (λόγιο, μεταφορικά, για ήχο) πολύ έντονος, βροντερός
- ↪ ουρανομήκεις ιαχές και ζητωκραυγές
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουρανομήκης
|
Πηγές επεξεργασία
- ουρανομήκης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ουρανομήκης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)