Δείτε επίσης: οὐρανομήκης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ουρανομήκης το ουρανόμηκες
      γενική του/της ουρανομήκους* του ουρανομήκους
    αιτιατική τον/την ουρανομήκη το ουρανόμηκες
     κλητική ουρανομήκη ουρανόμηκες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρανομήκεις τα ουρανομήκη
      γενική των ουρανομήκων των ουρανομήκων
    αιτιατική τους/τις ουρανομήκεις τα ουρανομήκη
     κλητική ουρανομήκεις ουρανομήκη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρανομήκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐρανομήκης. Συγχρονικά αναλύεται σε ουρανο- + -μήκης.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /u.ɾa.noˈmi.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐ρα‐νο‐μή‐κης
ομόηχο: ουρανομήκεις

  Επίθετο επεξεργασία

ουρανομήκης, -ης, ουρανόμηκες

  1. (λόγιο) που φτάνει ως τον ουρανό
  2. (λόγιο, μεταφορικά, για ήχο) πολύ έντονος, βροντερός
    ουρανομήκεις ιαχές και ζητωκραυγές

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία