ουρανογείτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ουρανογείτων & ουρανογείτονας |
η | ουρανογείτων | το | ουρανογείτον |
γενική | του | ουρανογείτονος & ουρανογείτονα |
της | ουρανογείτονος | του | ουρανογείτονος |
αιτιατική | τον | ουρανογείτονα | την | ουρανογείτονα | το | ουρανογείτον |
κλητική | ουρανογείτων & ουρανογείτονα |
ουρανογείτων | ουρανογείτον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ουρανογείτονες | οι | ουρανογείτονες | τα | ουρανογείτονα |
γενική | των | ουρανογειτόνων | των | ουρανογειτόνων | των | ουρανογειτόνων |
αιτιατική | τους | ουρανογείτονες | τις | ουρανογείτονες | τα | ουρανογείτονα |
κλητική | ουρανογείτονες | ουρανογείτονες | ουρανογείτονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ουρανογείτων
- (ποιητικός τύπος) που «γειτονεύει» με τον ουρανό, υψηλός, απόκρημνος
- Εκεί ο της Αγίας μας Σοφίας στίλβων όλος / ουρανογείτων θόλος. (Παναγιώτης Σούτσος, Ο άγνωστος, λυρικό δράμα εις πέντε πράξεις, 1842)
- Στην κορυφή / κι εγώ μ’ όλους μαζί σαν ανεβαίνει ο φύλακας με / τα κλειδιά Αυτός κάθε πρωί και πιο ραχιτικός / κι εμείς να τον κοιτάμε ουρανογείτονες.» (Γιάννης Δάλλας, «Εποχή των νομάδων», Το τίμημα, 1981)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουρανογείτων
|