Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οστεόλιπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
οστεόλιπ
ος
οι
οστεόλιπ
οι
γενική
του
οστεόλιπ
ου
των
οστεόλιπ
ων
αιτιατική
τον
οστεόλιπ
ο
τους
οστεόλιπ
ους
κλητική
οστεόλιπ
ε
οστεόλιπ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οστεόλιπος
<
οστεο-
+
λίπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οστεόλιπος
ουδέτερο
οστέινη
λιπαρή
μάζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οστεόλιπος
αγγλικά
:
bone fat
(en)