οστεογόνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
οστεογόνος, -ος/-α, -ο
- αυτός που παράγει οστό
- ※ Η οστεογόνος στιβάδα επαλείφει το οστό και παράγει οστίτη ιστό (Εισαγωγή και γενική ανατομική [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
οστεογόνος
|