ορχεοειδή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ορχεοειδή | ||
γενική | των | ορχεοειδών | ||
αιτιατική | τα | ορχεοειδή | ||
κλητική | ορχεοειδή | |||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορχεοειδή < λατινική orchis < αρχαία ελληνική ὄρχις + -ο- + -ειδή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική orchidaceae[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική orchidacées[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορχεοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (βοτανική) οικογένεια φυτών που ανήκουν στα αγγειόσπερμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ορχιδέα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορχεοειδή
- ↑ 1,0 1,1 ορχεοειδή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)