Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορμώμαι < αρχαία ελληνική ὁρμάομαι - ὁρμῶμαι, μέση φωνή του ὁρμάω - ὁρμῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ορμώμαι, μτχ. ενεστ.: ορμώμενος

  1. παρακινούμαι (από ένα κίνητρο, επιθυμία, συμφέρον κλπ)
  2. κατάγομαι (από πόλη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία