ορμώμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορμώμαι < αρχαία ελληνική ὁρμάομαι - ὁρμῶμαι, μέση φωνή του ὁρμάω - ὁρμῶ
Ρήμα επεξεργασία
ορμώμαι, μτχ. ενεστ.: ορμώμενος
- παρακινούμαι (από ένα κίνητρο, επιθυμία, συμφέρον κλπ)
- κατάγομαι (από πόλη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορμώμαι
|