Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορθωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ορθωμέν
ος
η
ορθωμέν
η
το
ορθωμέν
ο
γενική
του
ορθωμέν
ου
της
ορθωμέν
ης
του
ορθωμέν
ου
αιτιατική
τον
ορθωμέν
ο
την
ορθωμέν
η
το
ορθωμέν
ο
κλητική
ορθωμέν
ε
ορθωμέν
η
ορθωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ορθωμέν
οι
οι
ορθωμέν
ες
τα
ορθωμέν
α
γενική
των
ορθωμέν
ων
των
ορθωμέν
ων
των
ορθωμέν
ων
αιτιατική
τους
ορθωμέν
ους
τις
ορθωμέν
ες
τα
ορθωμέν
α
κλητική
ορθωμέν
οι
ορθωμέν
ες
ορθωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορθωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ορθώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ορθωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ορθώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορθωμένος