οργιώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οργιώδης | η | οργιώδης | το | οργιώδες |
γενική | του | οργιώδους | της | οργιώδους | του | οργιώδους |
αιτιατική | τον | οργιώδη | την | οργιώδη | το | οργιώδες |
κλητική | οργιώδη(ς) | οργιώδης | οργιώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οργιώδεις | οι | οργιώδεις | τα | οργιώδη |
γενική | των | οργιωδών | των | οργιωδών | των | οργιωδών |
αιτιατική | τους | οργιώδεις | τις | οργιώδεις | τα | οργιώδη |
κλητική | οργιώδεις | οργιώδεις | οργιώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /or.ʝiˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐γι‐ώ‐δης
Επίθετο επεξεργασία
οργιώδης
- (λόγιο) άλλη μορφή του οργιαστικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη όργιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
οργιώδης
|
- ↑ οργιώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας