Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργιώδης η οργιώδης το οργιώδες
      γενική του οργιώδους της οργιώδους του οργιώδους
    αιτιατική τον οργιώδη την οργιώδη το οργιώδες
     κλητική οργιώδη(ς) οργιώδης οργιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργιώδεις οι οργιώδεις τα οργιώδη
      γενική των οργιωδών των οργιωδών των οργιωδών
    αιτιατική τους οργιώδεις τις οργιώδεις τα οργιώδη
     κλητική οργιώδεις οργιώδεις οργιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οργιώδης < όργιο + -ώδης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική orgiaque[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /or.ʝiˈo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐γι‐ώ‐δης

  Επίθετο επεξεργασία

οργιώδης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία