οργανωτικοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οργανωτικοποίηση | οι | οργανωτικοποιήσεις |
γενική | της | οργανωτικοποίησης | των | οργανωτικοποιήσεων |
αιτιατική | την | οργανωτικοποίηση | τις | οργανωτικοποιήσεις |
κλητική | οργανωτικοποίηση | οργανωτικοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οργανωτικοποίηση < οργανωτικός + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
οργανωτικοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
οργανωτικοποίηση
|