Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπωροφαγία οι οπωροφαγίες
      γενική της οπωροφαγίας των οπωροφαγιών
    αιτιατική την οπωροφαγία τις οπωροφαγίες
     κλητική οπωροφαγία οπωροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπωροφαγία < ὀπωροφαγία / οπώρ(α) + -ο- + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπωροφαγία θηλυκό

  1. η κατανάλωση φρούτων (οπώρων) σε μεγάλες ποσότητες
  2. το να τρώει κανείς αποκλειστικά φρούτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία