Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλοβομβίδα οι οπλοβομβίδες
      γενική της οπλοβομβίδας των οπλοβομβίδων
    αιτιατική την οπλοβομβίδα τις οπλοβομβίδες
     κλητική οπλοβομβίδα οπλοβομβίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπλοβομβίδα < όπλο + βομβίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπλοβομβίδα θηλυκό

  • (στρατιωτικός όρος) βομβίδα που εκτοξεύεται από όπλο, είτε ως αντιαρματική, είτε κατά προσωπικού

  Μεταφράσεις επεξεργασία