Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξυμετρικός η οξυμετρική το οξυμετρικό
      γενική του οξυμετρικού της οξυμετρικής του οξυμετρικού
    αιτιατική τον οξυμετρικό την οξυμετρική το οξυμετρικό
     κλητική οξυμετρικέ οξυμετρική οξυμετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξυμετρικοί οι οξυμετρικές τα οξυμετρικά
      γενική των οξυμετρικών των οξυμετρικών των οξυμετρικών
    αιτιατική τους οξυμετρικούς τις οξυμετρικές τα οξυμετρικά
     κλητική οξυμετρικοί οξυμετρικές οξυμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξυμετρικός < οξυμετρία

  Επίθετο επεξεργασία

οξυμετρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία