οξεάντοχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οξεάντοχος | η | οξεάντοχος & οξεάντοχη |
το | οξεάντοχο |
γενική | του | οξεαντόχου & οξεάντοχου |
της | οξεαντόχου & οξεάντοχης |
του | οξεαντόχου & οξεάντοχου |
αιτιατική | τον | οξεάντοχο | την | οξεάντοχο & οξεάντοχη |
το | οξεάντοχο |
κλητική | οξεάντοχε | οξεάντοχε & οξεάντοχη |
οξεάντοχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οξεάντοχοι | οι | οξεάντοχοι & οξεάντοχες |
τα | οξεάντοχα |
γενική | των | οξεαντόχων & οξεάντοχων |
των | οξεαντόχων & οξεάντοχων |
των | οξεαντόχων & οξεάντοχων |
αιτιατική | τους | οξεαντόχους & οξεάντοχους |
τις | οξεαντόχους & οξεάντοχες |
τα | οξεάντοχα |
κλητική | οξεάντοχοι | οξεάντοχοι & οξεάντοχες |
οξεάντοχα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
οξεάντοχος, -ος, -ο
- (χημεία): αυτός που αντέχει σε δράση οξέος.
- (φαρμακευτική): φαρμακευτική ουσία, η δράση της οποίας αντέχει σε όξινο περιβάλλον.
Μεταφράσεις επεξεργασία
οξεάντοχος
|