Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξεάντοχος η οξεάντοχος
οξεάντοχη
το οξεάντοχο
      γενική του οξεαντόχου
οξεάντοχου
της οξεαντόχου
οξεάντοχης
του οξεαντόχου
οξεάντοχου
    αιτιατική τον οξεάντοχο την οξεάντοχο
οξεάντοχη
το οξεάντοχο
     κλητική οξεάντοχε οξεάντοχε
οξεάντοχη
οξεάντοχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξεάντοχοι οι οξεάντοχοι
οξεάντοχες
τα οξεάντοχα
      γενική των οξεαντόχων
οξεάντοχων
των οξεαντόχων
οξεάντοχων
των οξεαντόχων
οξεάντοχων
    αιτιατική τους οξεαντόχους
οξεάντοχους
τις οξεαντόχους
οξεάντοχες
τα οξεάντοχα
     κλητική οξεάντοχοι οξεάντοχοι
οξεάντοχες
οξεάντοχα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξεάντοχος < οξύ + αντοχή

  Επίθετο επεξεργασία

οξεάντοχος, -ος, -ο

  1. (χημεία): αυτός που αντέχει σε δράση οξέος.
  2. (φαρμακευτική): φαρμακευτική ουσία, η δράση της οποίας αντέχει σε όξινο περιβάλλον.

  Μεταφράσεις επεξεργασία