ομωνυμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομωνυμία < αρχαία ελληνική ὁμωνυμία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική homonymie[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.mo.niˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μω‐νυ‐μί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομωνυμία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι ομώνυμο(ς), η ιδιότητα του ομώνυμου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομωνυμία
- ↑ ομωνυμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας