Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομαλίζω < αρχαία ελληνική ὁμαλίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.maˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μα‐λί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

ομαλίζω, αόρ.: ομάλισα, παθ.φωνή: ομαλίζομαι, π.αόρ.: ομαλίστηκα, μτχ.π.π.: ομαλισμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)