ομαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομαλίζω < αρχαία ελληνική ὁμαλίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.maˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μα‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαομαλίζω, αόρ.: ομάλισα, παθ.φωνή: ομαλίζομαι, π.αόρ.: ομαλίστηκα, μτχ.π.π.: ομαλισμένος
- κάνω κάτι σταθερό, ομαλό, εξομαλύνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ομαλίζω | ομάλιζα | θα ομαλίζω | να ομαλίζω | ομαλίζοντας | |
β' ενικ. | ομαλίζεις | ομάλιζες | θα ομαλίζεις | να ομαλίζεις | ομάλιζε | |
γ' ενικ. | ομαλίζει | ομάλιζε | θα ομαλίζει | να ομαλίζει | ||
α' πληθ. | ομαλίζουμε | ομαλίζαμε | θα ομαλίζουμε | να ομαλίζουμε | ||
β' πληθ. | ομαλίζετε | ομαλίζατε | θα ομαλίζετε | να ομαλίζετε | ομαλίζετε | |
γ' πληθ. | ομαλίζουν(ε) | ομάλιζαν ομαλίζαν(ε) |
θα ομαλίζουν(ε) | να ομαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ομάλισα | θα ομαλίσω | να ομαλίσω | ομαλίσει | ||
β' ενικ. | ομάλισες | θα ομαλίσεις | να ομαλίσεις | ομάλισε | ||
γ' ενικ. | ομάλισε | θα ομαλίσει | να ομαλίσει | |||
α' πληθ. | ομαλίσαμε | θα ομαλίσουμε | να ομαλίσουμε | |||
β' πληθ. | ομαλίσατε | θα ομαλίσετε | να ομαλίσετε | ομαλίστε | ||
γ' πληθ. | ομάλισαν ομαλίσαν(ε) |
θα ομαλίσουν(ε) | να ομαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ομαλίσει | είχα ομαλίσει | θα έχω ομαλίσει | να έχω ομαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ομαλίσει | είχες ομαλίσει | θα έχεις ομαλίσει | να έχεις ομαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ομαλίσει | είχε ομαλίσει | θα έχει ομαλίσει | να έχει ομαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ομαλίσει | είχαμε ομαλίσει | θα έχουμε ομαλίσει | να έχουμε ομαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ομαλίσει | είχατε ομαλίσει | θα έχετε ομαλίσει | να έχετε ομαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ομαλίσει | είχαν ομαλίσει | θα έχουν ομαλίσει | να έχουν ομαλίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ομαλίζομαι | ομαλιζόμουν(α) | θα ομαλίζομαι | να ομαλίζομαι | ||
β' ενικ. | ομαλίζεσαι | ομαλιζόσουν(α) | θα ομαλίζεσαι | να ομαλίζεσαι | (ομαλίζου) | |
γ' ενικ. | ομαλίζεται | ομαλιζόταν(ε) | θα ομαλίζεται | να ομαλίζεται | ||
α' πληθ. | ομαλιζόμαστε | ομαλιζόμαστε ομαλιζόμασταν |
θα ομαλιζόμαστε | να ομαλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ομαλίζεστε | ομαλιζόσαστε ομαλιζόσασταν |
θα ομαλίζεστε | να ομαλίζεστε | (ομαλίζεστε) | |
γ' πληθ. | ομαλίζονται | ομαλίζονταν ομαλιζόντουσαν |
θα ομαλίζονται | να ομαλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ομαλίστηκα | θα ομαλιστώ | να ομαλιστώ | ομαλιστεί | ||
β' ενικ. | ομαλίστηκες | θα ομαλιστείς | να ομαλιστείς | ομαλίσου | ||
γ' ενικ. | ομαλίστηκε | θα ομαλιστεί | να ομαλιστεί | |||
α' πληθ. | ομαλιστήκαμε | θα ομαλιστούμε | να ομαλιστούμε | |||
β' πληθ. | ομαλιστήκατε | θα ομαλιστείτε | να ομαλιστείτε | ομαλιστείτε | ||
γ' πληθ. | ομαλίστηκαν ομαλιστήκαν(ε) |
θα ομαλιστούν(ε) | να ομαλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ομαλιστεί | είχα ομαλιστεί | θα έχω ομαλιστεί | να έχω ομαλιστεί | ομαλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ομαλιστεί | είχες ομαλιστεί | θα έχεις ομαλιστεί | να έχεις ομαλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ομαλιστεί | είχε ομαλιστεί | θα έχει ομαλιστεί | να έχει ομαλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ομαλιστεί | είχαμε ομαλιστεί | θα έχουμε ομαλιστεί | να έχουμε ομαλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ομαλιστεί | είχατε ομαλιστεί | θα έχετε ομαλιστεί | να έχετε ομαλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ομαλιστεί | είχαν ομαλιστεί | θα έχουν ομαλιστεί | να έχουν ομαλιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ομαλισμένος - είμαστε, είστε, είναι ομαλισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ομαλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ομαλισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ομαλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ομαλισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ομαλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ομαλισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομαλίζω
→ δείτε τη λέξη εξομαλύνω |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)