Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοσκέπαστος η ολοσκέπαστη το ολοσκέπαστο
      γενική του ολοσκέπαστου της ολοσκέπαστης του ολοσκέπαστου
    αιτιατική τον ολοσκέπαστο την ολοσκέπαστη το ολοσκέπαστο
     κλητική ολοσκέπαστε ολοσκέπαστη ολοσκέπαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοσκέπαστοι οι ολοσκέπαστες τα ολοσκέπαστα
      γενική των ολοσκέπαστων των ολοσκέπαστων των ολοσκέπαστων
    αιτιατική τους ολοσκέπαστους τις ολοσκέπαστες τα ολοσκέπαστα
     κλητική ολοσκέπαστοι ολοσκέπαστες ολοσκέπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοσκέπαστος < ολο- + σκεπαστός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.loˈsce.pa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λο‐σκέ‐πα‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

ολοσκέπαστος

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία