ολοσκέπαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.loˈsce.pa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐σκέ‐πα‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ολοσκέπαστος
- σκεπασμένος σε όλη του την έκταση
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολοσκέπαστος
|
Πηγές επεξεργασία
- ὁλοσκέπαστος - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .