ολμοβόλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολμοβόλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ολμοβόλο ουδέτερο
- όλμος (πυροβόλο όπλο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολμοβόλο
→ δείτε τη λέξη όλμος |
ολμοβόλο ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη όλμος |