ολιγογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ολιγογράφος, -ος, -ο
- που έχει γράψει λίγα
- ※ Παρ' ότι ολιγογράφος, οι περισσότερες ελληνικές σκηνές έχουν παρουσιάσει οπωσδήποτε ένα από τα έργα του. Και δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι μεταπολιτευτικά οι Νεοέλληνες διαπαιδαγωγήθηκαν θεατρικά από τα έργα του Δημήτρη Κεχαΐδη. (* εφημερίδα Η Καθημερινή, 2005.12.16.)
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγογράφος
|