οκταπλασιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οκταπλασιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαοκταπλασιάζω και οχταπλασιάζω
- αυξάνω κάτι οχτώ φορές, πολλαπλασιάζω επί 8
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οκταπλασιάζω | οκταπλασίαζα | θα οκταπλασιάζω | να οκταπλασιάζω | οκταπλασιάζοντας | |
β' ενικ. | οκταπλασιάζεις | οκταπλασίαζες | θα οκταπλασιάζεις | να οκταπλασιάζεις | οκταπλασίαζε | |
γ' ενικ. | οκταπλασιάζει | οκταπλασίαζε | θα οκταπλασιάζει | να οκταπλασιάζει | ||
α' πληθ. | οκταπλασιάζουμε | οκταπλασιάζαμε | θα οκταπλασιάζουμε | να οκταπλασιάζουμε | ||
β' πληθ. | οκταπλασιάζετε | οκταπλασιάζατε | θα οκταπλασιάζετε | να οκταπλασιάζετε | οκταπλασιάζετε | |
γ' πληθ. | οκταπλασιάζουν(ε) | οκταπλασίαζαν οκταπλασιάζαν(ε) |
θα οκταπλασιάζουν(ε) | να οκταπλασιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οκταπλασίασα | θα οκταπλασιάσω | να οκταπλασιάσω | οκταπλασιάσει | ||
β' ενικ. | οκταπλασίασες | θα οκταπλασιάσεις | να οκταπλασιάσεις | οκταπλασίασε | ||
γ' ενικ. | οκταπλασίασε | θα οκταπλασιάσει | να οκταπλασιάσει | |||
α' πληθ. | οκταπλασιάσαμε | θα οκταπλασιάσουμε | να οκταπλασιάσουμε | |||
β' πληθ. | οκταπλασιάσατε | θα οκταπλασιάσετε | να οκταπλασιάσετε | οκταπλασιάστε | ||
γ' πληθ. | οκταπλασίασαν οκταπλασιάσαν(ε) |
θα οκταπλασιάσουν(ε) | να οκταπλασιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οκταπλασιάσει | είχα οκταπλασιάσει | θα έχω οκταπλασιάσει | να έχω οκταπλασιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις οκταπλασιάσει | είχες οκταπλασιάσει | θα έχεις οκταπλασιάσει | να έχεις οκταπλασιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει οκταπλασιάσει | είχε οκταπλασιάσει | θα έχει οκταπλασιάσει | να έχει οκταπλασιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οκταπλασιάσει | είχαμε οκταπλασιάσει | θα έχουμε οκταπλασιάσει | να έχουμε οκταπλασιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε οκταπλασιάσει | είχατε οκταπλασιάσει | θα έχετε οκταπλασιάσει | να έχετε οκταπλασιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οκταπλασιάσει | είχαν οκταπλασιάσει | θα έχουν οκταπλασιάσει | να έχουν οκταπλασιάσει |
|