Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκταδικός η οκταδική το οκταδικό
      γενική του οκταδικού της οκταδικής του οκταδικού
    αιτιατική τον οκταδικό την οκταδική το οκταδικό
     κλητική οκταδικέ οκταδική οκταδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκταδικοί οι οκταδικές τα οκταδικά
      γενική των οκταδικών των οκταδικών των οκταδικών
    αιτιατική τους οκταδικούς τις οκταδικές τα οκταδικά
     κλητική οκταδικοί οκταδικές οκταδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οκταδικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

οκταδικός

  1. (αριθμητική) που έχει ως βάση του τον αριθμό οκτώ
  2. (αριθμητική, πληροφορική) οκταδικό σύστημα αρίθμησης: σύστημα αρίθμησης που χρησιμοποιεί οκτώ ψηφία, το 0 και τα 1 - 7
    ο δεκαδικός αριθμός 74 γράφεται στο οκταδικό ως 112, δηλαδή  

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία